- Ὄλβιος
- Ὄλβιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄλβιος — happy masc nom sg ὄλβιος happy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… … Dictionary of Greek
ὀλβιώτερον — ὄλβιος happy adverbial comp ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιωτέρων — ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιώτατα — ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιώτατον — ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβίως — ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc acc pl (doric) ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλβιον — ὄλβιος happy masc acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg ὄλβιος happy masc/fem acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)